- δαμώματα
- δαμώματα, τα (Α)άσματα που εκτελούνται σε δημόσια γιορτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < δαμούμαι, δωρ. τ. τού δημούμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαμώματα — δᾱμώματα , δαμώματα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)